Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
sunblock
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
sunblock
sunblocks
Ετυμολογία
επεξεργασία
sunblock
<
sun
+
block
Ουσιαστικό
επεξεργασία
sunblock
(en)
(
μετρήσιμο
και
μη
μετρήσιμο
)
το
αντηλιακό
⮡
facial
sunblocks
-
αντηλιακά
προσώπου
≈
συνώνυμα
:
sunscreen
Πηγές
επεξεργασία
sunblock
-
Oxford Learner's Dictionaries