Δείτε επίσης: αντήλιος
Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἀντήλιος τὸ ἀντήλιον οἱ, αἱ ἀντήλιοι τὰ ἀντήλια
Γενική τοῦ, τῆς ἀντηλίου τοῦ ἀντηλίου τῶν ἀντηλίων τῶν ἀντηλίων
Δοτική τῷ, τῇ ἀντηλίῳ τῷ ἀντηλίῳ τοῖς, ταῖς ἀντηλίοις τοῖς ἀντηλίοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἀντήλιον τὸ ἀντήλιον τοὺς, τὰς ἀντηλίους τὰ ἀντήλια
Κλητική ἀντήλιε ἀντήλιον ἀντήλιοι ἀντήλια
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀντηλίω
Γενική-Δοτική ἀντηλίοιν

  Ετυμολογία

επεξεργασία

ἀντήλιος < ἀντί + ἥλιος (από την ιωνική διάλεκτο που ήταν ψιλωτική)

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀντήλιος

  1. που είναι απέναντι από τον ήλιο, που βλέπει προς την ανατολή, αντήλιος
  2. που αντανακλά το φως του ήλιου, ειδικότερα για τη Σελήνη
  3. που προστατεύει από τον ήλιο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • η μορφή αυτή συναντάται στις τραγωδίες αντί του ἀνθήλιος