ἀντήλιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἀντήλιος | τὸ ἀντήλιον | οἱ, αἱ ἀντήλιοι | τὰ ἀντήλια |
Γενική | τοῦ, τῆς ἀντηλίου | τοῦ ἀντηλίου | τῶν ἀντηλίων | τῶν ἀντηλίων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἀντηλίῳ | τῷ ἀντηλίῳ | τοῖς, ταῖς ἀντηλίοις | τοῖς ἀντηλίοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἀντήλιον | τὸ ἀντήλιον | τοὺς, τὰς ἀντηλίους | τὰ ἀντήλια |
Κλητική | ἀντήλιε | ἀντήλιον | ἀντήλιοι | ἀντήλια |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀντηλίω | |||
Γενική-Δοτική | ἀντηλίοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασία
ἀντήλιος < ἀντί + ἥλιος (από την ιωνική διάλεκτο που ήταν ψιλωτική)