↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντιηλιακό τα αντιηλιακά
      γενική του αντιηλιακού των αντιηλιακών
    αιτιατική το αντιηλιακό τα αντιηλιακά
     κλητική αντιηλιακό αντιηλιακά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιηλιακό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντιηλιακός < αντί (αντ-) + ήλιος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αντιηλιακό ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

αντιηλιακό