↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιηλιακός η αντιηλιακή το αντιηλιακό
      γενική του αντιηλιακού της αντιηλιακής του αντιηλιακού
    αιτιατική τον αντιηλιακό την αντιηλιακή το αντιηλιακό
     κλητική αντιηλιακέ αντιηλιακή αντιηλιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιηλιακοί οι αντιηλιακές τα αντιηλιακά
      γενική των αντιηλιακών των αντιηλιακών των αντιηλιακών
    αιτιατική τους αντιηλιακούς τις αντιηλιακές τα αντιηλιακά
     κλητική αντιηλιακοί αντιηλιακές αντιηλιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιηλιακός < αντι- + ηλιακός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /an.di.i.li.aˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ντι‐η‐λι‐α‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

αντιηλιακός, -ή, -ό

  • που προστατεύει από τις ακτίνες και την ακτινοβολία του ηλίου
    ⮡  αντιηλιακή κρέμα, αντιηλιακή προστασία

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία