αποσμητικό
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αποσμητικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αποσμητικός
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.po.zmi.tiˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐σμη‐τι‐κό
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αποσμητικό ουδέτερο
- (κοσμετολογία) παρασκεύασμα διώχνει τη δυσοσμία ή και δίνει ευχάριστο άρωμα
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
αποσμητικό
- αιτιατική ενικού του αποσμητικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αποσμητικός