déodorant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | déodorant | déodorants |
θηλυκό | déodorante | déodorantes |
déodorant (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
déodorant | déodorants |
déodorant (fr) αρσενικό
- (κοσμετολογία) το ντεοντοράν, το αποσμητικό