Δείτε επίσης: αποσμηκτικός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποσμητικός η αποσμητική το αποσμητικό
      γενική του αποσμητικού της αποσμητικής του αποσμητικού
    αιτιατική τον αποσμητικό την αποσμητική το αποσμητικό
     κλητική αποσμητικέ αποσμητική αποσμητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποσμητικοί οι αποσμητικές τα αποσμητικά
      γενική των αποσμητικών των αποσμητικών των αποσμητικών
    αιτιατική τους αποσμητικούς τις αποσμητικές τα αποσμητικά
     κλητική αποσμητικοί αποσμητικές αποσμητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποσμητικός < απ- + οσμή + με κατάληξη -ητικός (εσφαλμένα)[1], μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική déodorant

  Επίθετο

επεξεργασία

αποσμητικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με την κάλυψη ή την εξουδετέρωση των δυσάρεστων οσμών, αναφέρεται σ’ αυτή ή συμβάλλει σ’ αυτή
  2. → δείτε το ουσιαστικό αποσμητικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία