αποσμητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποσμητικός < απ- + οσμή + με κατάληξη -ητικός (εσφαλμένα)[1], μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική déodorant
Επίθετο επεξεργασία
αποσμητικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την κάλυψη ή την εξουδετέρωση των δυσάρεστων οσμών, αναφέρεται σ’ αυτή ή συμβάλλει σ’ αυτή
- → δείτε το ουσιαστικό αποσμητικό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αποσμητικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας