βαθμωτό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βαθμωτό | τα | βαθμωτά |
γενική | του | βαθμωτού | των | βαθμωτών |
αιτιατική | το | βαθμωτό | τα | βαθμωτά |
κλητική | βαθμωτό | βαθμωτά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβαθμωτό ουδέτερο
- (μαθηματικά) μια ποσότητα που έχει μόνο μέτρο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασίαΈνα μέλος του σώματος ενός διανυσματικού χώρου. Χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με το vector (διάνυσμα) που δηλώνει τα καθ'αυτά μέλη του διανυσματικού χώρου, τα διανύσματα.
- Π.χ. Στον διανυσματικό χώρο των τετραγωνικών ν x ν πινάκων με μιγαδικά στοιχεία πάνω στο σώμα των πραγματικών αριθμών, οι μιγαδικοί πίνακες αναφέρονται σαν διανύσματα (vectors), ενώ οι πραγματικοί αριθμοί σαν βαθμωτά (scalars).
Δείτε επίσης
επεξεργασία- βαθμωτό στη Βικιπαίδεια
- στοιχειώδης διανυσματική άλγεβρα στο Βικιεπιστήμιο[1]
- βαθμωτά (scalars) στο Βικιεπιστήμιο[2]