γεωυλικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γεωυλικό | τα | γεωυλικά |
γενική | του | γεωυλικού | των | γεωυλικών |
αιτιατική | το | γεωυλικό | τα | γεωυλικά |
κλητική | γεωυλικό | γεωυλικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γεωυλικό < γεω- + υλικό ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική geomaterial)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγεωυλικό ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία γεωυλικό