αποτριχωτικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποτριχωτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αποτριχωτικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίααποτριχωτικό ουδέτερο
- σκεύασμα που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για αποτρίχωση
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις αποτριχώνω και τρίχα
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποτριχωτικό