αποτριχώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποτριχώνω < ἀποτρίχ(ωσις) + -ῶ > -ώνω (αναδρομικός σχηματισμός) [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.po.tɾiˈxo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐τρι‐χώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίααποτριχώνω, αόρ.: αποτρίχωσα, παθ.φωνή: αποτριχώνομαι, π.αόρ.: αποτριχώθηκα, μτχ.π.π.: αποτριχωμένος
- αφαιρώ από το πρόσωπο ή το σώμα τις τρίχες για αισθητικούς ή άλλους λόγους
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αποτριχωμένος
- αποτρίχωση
- αποτριχωτικό
- αποτριχωτικός
- → δείτε τις λέξεις από και τρίχα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποτριχώνω | αποτρίχωνα | θα αποτριχώνω | να αποτριχώνω | αποτριχώνοντας | |
β' ενικ. | αποτριχώνεις | αποτρίχωνες | θα αποτριχώνεις | να αποτριχώνεις | αποτρίχωνε | |
γ' ενικ. | αποτριχώνει | αποτρίχωνε | θα αποτριχώνει | να αποτριχώνει | ||
α' πληθ. | αποτριχώνουμε | αποτριχώναμε | θα αποτριχώνουμε | να αποτριχώνουμε | ||
β' πληθ. | αποτριχώνετε | αποτριχώνατε | θα αποτριχώνετε | να αποτριχώνετε | αποτριχώνετε | |
γ' πληθ. | αποτριχώνουν(ε) | αποτρίχωναν αποτριχώναν(ε) |
θα αποτριχώνουν(ε) | να αποτριχώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποτρίχωσα | θα αποτριχώσω | να αποτριχώσω | αποτριχώσει | ||
β' ενικ. | αποτρίχωσες | θα αποτριχώσεις | να αποτριχώσεις | αποτρίχωσε | ||
γ' ενικ. | αποτρίχωσε | θα αποτριχώσει | να αποτριχώσει | |||
α' πληθ. | αποτριχώσαμε | θα αποτριχώσουμε | να αποτριχώσουμε | |||
β' πληθ. | αποτριχώσατε | θα αποτριχώσετε | να αποτριχώσετε | αποτριχώστε | ||
γ' πληθ. | αποτρίχωσαν αποτριχώσαν(ε) |
θα αποτριχώσουν(ε) | να αποτριχώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποτριχώσει | είχα αποτριχώσει | θα έχω αποτριχώσει | να έχω αποτριχώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποτριχώσει | είχες αποτριχώσει | θα έχεις αποτριχώσει | να έχεις αποτριχώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποτριχώσει | είχε αποτριχώσει | θα έχει αποτριχώσει | να έχει αποτριχώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποτριχώσει | είχαμε αποτριχώσει | θα έχουμε αποτριχώσει | να έχουμε αποτριχώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποτριχώσει | είχατε αποτριχώσει | θα έχετε αποτριχώσει | να έχετε αποτριχώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποτριχώσει | είχαν αποτριχώσει | θα έχουν αποτριχώσει | να έχουν αποτριχώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποτριχώνομαι | αποτριχωνόμουν(α) | θα αποτριχώνομαι | να αποτριχώνομαι | ||
β' ενικ. | αποτριχώνεσαι | αποτριχωνόσουν(α) | θα αποτριχώνεσαι | να αποτριχώνεσαι | ||
γ' ενικ. | αποτριχώνεται | αποτριχωνόταν(ε) | θα αποτριχώνεται | να αποτριχώνεται | ||
α' πληθ. | αποτριχωνόμαστε | αποτριχωνόμαστε αποτριχωνόμασταν |
θα αποτριχωνόμαστε | να αποτριχωνόμαστε | ||
β' πληθ. | αποτριχώνεστε | αποτριχωνόσαστε αποτριχωνόσασταν |
θα αποτριχώνεστε | να αποτριχώνεστε | (αποτριχώνεστε) | |
γ' πληθ. | αποτριχώνονται | αποτριχώνονταν αποτριχωνόντουσαν |
θα αποτριχώνονται | να αποτριχώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποτριχώθηκα | θα αποτριχωθώ | να αποτριχωθώ | αποτριχωθεί | ||
β' ενικ. | αποτριχώθηκες | θα αποτριχωθείς | να αποτριχωθείς | αποτριχώσου | ||
γ' ενικ. | αποτριχώθηκε | θα αποτριχωθεί | να αποτριχωθεί | |||
α' πληθ. | αποτριχωθήκαμε | θα αποτριχωθούμε | να αποτριχωθούμε | |||
β' πληθ. | αποτριχωθήκατε | θα αποτριχωθείτε | να αποτριχωθείτε | αποτριχωθείτε | ||
γ' πληθ. | αποτριχώθηκαν αποτριχωθήκαν(ε) |
θα αποτριχωθούν(ε) | να αποτριχωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αποτριχωθεί | είχα αποτριχωθεί | θα έχω αποτριχωθεί | να έχω αποτριχωθεί | αποτριχωμένος | |
β' ενικ. | έχεις αποτριχωθεί | είχες αποτριχωθεί | θα έχεις αποτριχωθεί | να έχεις αποτριχωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αποτριχωθεί | είχε αποτριχωθεί | θα έχει αποτριχωθεί | να έχει αποτριχωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αποτριχωθεί | είχαμε αποτριχωθεί | θα έχουμε αποτριχωθεί | να έχουμε αποτριχωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αποτριχωθεί | είχατε αποτριχωθεί | θα έχετε αποτριχωθεί | να έχετε αποτριχωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αποτριχωθεί | είχαν αποτριχωθεί | θα έχουν αποτριχωθεί | να έχουν αποτριχωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αποτριχωμένος - είμαστε, είστε, είναι αποτριχωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αποτριχωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αποτριχωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αποτριχωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αποτριχωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αποτριχωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αποτριχωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ αποτριχώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας