Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.po.tɾiˈxo.no.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐τρι‐χώ‐νο‐μαι

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αποτριχώνομαι, π.αόρ.: αποτριχώθηκα, μτχ.π.π.: αποτριχωμένος