Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποτριχωμένος η αποτριχωμένη το αποτριχωμένο
      γενική του αποτριχωμένου της αποτριχωμένης του αποτριχωμένου
    αιτιατική τον αποτριχωμένο την αποτριχωμένη το αποτριχωμένο
     κλητική αποτριχωμένε αποτριχωμένη αποτριχωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποτριχωμένοι οι αποτριχωμένες τα αποτριχωμένα
      γενική των αποτριχωμένων των αποτριχωμένων των αποτριχωμένων
    αιτιατική τους αποτριχωμένους τις αποτριχωμένες τα αποτριχωμένα
     κλητική αποτριχωμένοι αποτριχωμένες αποτριχωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποτριχωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου αποτριχώνω

  Μετοχή επεξεργασία

αποτριχωμένος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία