dégarni
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dégarni | dégarnis |
θηλυκό | dégarnie | dégarnies |
Επίθετο επεξεργασία
dégarni (fr)
- αποτριχωμένος
- απαλλαγμένος από κάτι που τον κάλυπτε
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dégarni | dégarnis |
θηλυκό | dégarnie | dégarnies |
dégarni (fr)