↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντιβηχικό τα αντιβηχικά
      γενική του αντιβηχικού των αντιβηχικών
    αιτιατική το αντιβηχικό τα αντιβηχικά
     κλητική αντιβηχικό αντιβηχικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιβηχικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντιβηχικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αντιβηχικό ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

αντιβηχικό