Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιβηχικός η αντιβηχική το αντιβηχικό
      γενική του αντιβηχικού της αντιβηχικής του αντιβηχικού
    αιτιατική τον αντιβηχικό την αντιβηχική το αντιβηχικό
     κλητική αντιβηχικέ αντιβηχική αντιβηχικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιβηχικοί οι αντιβηχικές τα αντιβηχικά
      γενική των αντιβηχικών των αντιβηχικών των αντιβηχικών
    αιτιατική τους αντιβηχικούς τις αντιβηχικές τα αντιβηχικά
     κλητική αντιβηχικοί αντιβηχικές αντιβηχικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιβηχικός < αντι- + βήχας + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική antitussif)

  Επίθετο επεξεργασία

αντιβηχικός, -ή, -ό

  1. (ιατρική) που συμβάλλει στον περιορισμό, την καταπράυνση ή την εξάλειψη του βήχα
  2. (ουσιαστικοποιημένο) (φαρμακευτική) αντιβηχικό: το σχετικό φάρμακο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία