αγερικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αγερικό | τα | αγερικά |
γενική | του | αγερικού | των | αγερικών |
αιτιατική | το | αγερικό | τα | αγερικά |
κλητική | αγερικό | αγερικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αγερικό < αγέρας
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγερικό ουδέτερο
- → δείτε τη λέξη αερικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγερικό
→ δείτε τη λέξη αερικό |