διαμαντικό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðʝa.man.diˈko/
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαμαντικό ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη διαμάντι
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαμαντικό
|
διαμαντικό ουδέτερο
|