αντιαλλεργικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιαλλεργικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντιαλλεργικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντιαλλεργικό ουδέτερο
- (ιατρική, φαρμακευτική) φάρμακο ή σκεύασμα που συμβάλλει στην καταπολέμηση της αλλεργίας ή στην προστασία απ’ αυτήν
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αντιαλλεργικό