↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντιαλλεργικό τα αντιαλλεργικά
      γενική του αντιαλλεργικού των αντιαλλεργικών
    αιτιατική το αντιαλλεργικό τα αντιαλλεργικά
     κλητική αντιαλλεργικό αντιαλλεργικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιαλλεργικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντιαλλεργικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αντιαλλεργικό ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία