αντιαρρυθμικό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιαρρυθμικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντιαρρυθμικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντιαρρυθμικό ουδέτερο
- (ιατρική, φαρμακευτική) ονομασία κατηγορίας φαρμάκου ή ουσίας που επηρεάζει τις ηλεκτροφυσιολογικές ιδιότητες της καρδιάς και τον καρδιακό ρυθμό
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη ρυθμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιαρρυθμικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αντιαρρυθμικό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του αντιαρρυθμικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αντιαρρυθμικός