αλλαντικό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλλαντικό < άλλαντ(α) + -ικό < αρχαία ελληνική ἀλλᾶς
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.lan.di.ˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αλ‐λα‐ντι‐κό
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλλαντικό ουδέτερο
- (τρόφιμο) φαγώσιμο από κρέας ψιλοκομμένο και καρυκεύματα σε διάφορες μορφές (μέσα σε κύστη ή έντερο)
Συγγενικά επεξεργασία
- άλλαντα
- αλλάντες
- αλλαντίαση
- αλλαντοποιείο
- αλλαντοποιία
- αλλαντοποιός
- αλλαντοπωλείο
- αλλαντοπώλης
- αλλαντοπώλισσα
Υπώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλλαντικό