Δείτε επίσης: μπέικο

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Ωμό μπέικον

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπέικον < (λόγιο δάνειο) αγγλική bacon[1] απώτατης αρχής από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bhAg-(πίσω, γλουτός)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈbei̯.kon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπέι‐κον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπέικον ουδέτερο άκλιτο

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία