μπέικον
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπέικον < (λόγιο δάνειο) αγγλική bacon[1] απώτατης αρχής από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bhAg-(πίσω, γλουτός)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈbei̯.kon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπέι‐κον
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπέικον ουδέτερο άκλιτο
Σύνθετα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- μπέικον στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπέικον
- ↑ μπέικον - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας