lard
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαlard (en)
- το λαρδί
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
lard | lards |
lard (fr) αρσενικό
- το λαρδί
lard (en)
ενικός | πληθυντικός |
lard | lards |
lard (fr) αρσενικό