Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bacon bacons

bacon (fr) αρσενικό

  1. (τρόφιμο) το μπέικον
  2. (Γαλλία) το καπνιστό λαρδί