αλλαντοποιός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αλλαντοποιός < (ελληνιστική κοινή) ἀλλαντοποιός < αλλαντικά + -ποιός
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αλλαντοποιός αρσενικό ή θηλυκό
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αλλαντοποιός
αλλαντοποιός αρσενικό ή θηλυκό