Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική wędlina wędliny
γενική wędliny wędlin
δοτική wędlinie wędlinom
αιτιατική wędlinę wędliny
οργανική wędliną wędlinami
τοπική wędlinie wędlinach
κλητική wędlino wędliny

  Ουσιαστικό επεξεργασία

wędlina (pl) θηλυκό