↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλλαντίαση οι αλλαντιάσεις
      γενική της αλλαντίασης* των αλλαντιάσεων
    αιτιατική την αλλαντίαση τις αλλαντιάσεις
     κλητική αλλαντίαση αλλαντιάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αλλαντιάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αλλαντίαση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική allantiasis < αρχαία ελληνική ἀλλᾶς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αλλαντίαση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία