Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο.
Δείτε επίσης: ἅλας, ἄλλας, αλλάς
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀλλᾶς οἱ ἀλλᾶντες
      γενική τοῦ ἀλλᾶντος τῶν ἀλλάντων
      δοτική τῷ ἀλλᾶντ τοῖς ἀλλᾶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ἀλλᾶντ τοὺς ἀλλᾶντᾰς
     κλητική ! ἀλλᾶς ἀλλᾶντες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀλλᾶντε
γεν-δοτ τοῖν  ἀλλάντοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἱμάς' όπως «πελεκᾶς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀλλᾶς < αβέβαιης ετυμολογίας, πιθανώς σχετίζεται το ἄλλην → δείτε  Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Α <ἄλλην> λάχανον, Ἰταλοί. καὶ ἐπὶ τοῦ ἀρτυνθέντος περικόμματος, ἐξ οὗ ἀλλαντοπώλης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀλλᾶς αρσενικό

  • (γαστρονομία) το λουκάνικο
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Ἀχαρνῆς, στίχ. 146
    ῾Ο δ' υἱός, ὃν ᾿Αθηναῖον ἐπεποήμεθα, / ἤρα φαγεῖν ἀλλᾶντας ἐξ ᾿Απατουρίων, / καὶ τὸν πατέρ' ἠντεβόλει βοηθεῖν τῇ πάτρᾳ.
    λείπει η μετάφραση
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 432 (432-433)
    [ΑΛΛ.] ἐγὼ δὲ συστείλας γε τοὺς ἀλλᾶντας εἶτ᾽ ἀφήσω | κατὰ κῦμ᾽ ἐμαυτὸν οὔριον, κλάειν σε μακρὰ κελεύσας.
    [ΑΛΛ.] Κι εγώ θα συμμάσω τα λουκάνικά μου —μάινα τα πανιά!— κι ύστερα θ᾽ αφήσω να με πάρει πρίμα το κύμα, και θα σου στείλω τα δέοντα: κλάψε ώσπου να σκάσεις.
    Μετάφραση (2005): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr

Παράγωγα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

και στην καθαρεύουσα ἀλλᾶς

  1. αλλαντικό
  2. λουκάνικο

νέα ελληνική