Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντιχολινεργικό τα αντιχολινεργικά
      γενική του αντιχολινεργικού των αντιχολινεργικών
    αιτιατική το αντιχολινεργικό τα αντιχολινεργικά
     κλητική αντιχολινεργικό αντιχολινεργικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιχολινεργικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντιχολινεργικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντιχολινεργικό ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αντιχολινεργικό