αναγνωστικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναγνωστικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αναγνωστικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίααναγνωστικό ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααναγνωστικό
- αιτιατική ενικού του αναγνωστικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αναγνωστικός