Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναγνωστικός η αναγνωστική το αναγνωστικό
      γενική του αναγνωστικού της αναγνωστικής του αναγνωστικού
    αιτιατική τον αναγνωστικό την αναγνωστική το αναγνωστικό
     κλητική αναγνωστικέ αναγνωστική αναγνωστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναγνωστικοί οι αναγνωστικές τα αναγνωστικά
      γενική των αναγνωστικών των αναγνωστικών των αναγνωστικών
    αιτιατική τους αναγνωστικούς τις αναγνωστικές τα αναγνωστικά
     κλητική αναγνωστικοί αναγνωστικές αναγνωστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναγνωστικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

αναγνωστικός, -ή, -ό

  1. που αναφέρεται στην ανάγνωση
    αναγνωστικές συνήθειες

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία