ανθρωπολεπτό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανθρωπολεπτό ουδέτερο
- το κόστος ενός εργαζομένου ανά λεπτό εργασίας
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανθρωπολεπτό
|
ανθρωπολεπτό ουδέτερο
|