αμυγδαλωτό
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αμυγδαλωτό < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αμυγδαλωτό ουδέτερο
- Παρότι τα αμυγδαλωτά δεν είναι η αδυναμία μου, ο εργολάβος είναι ένα από τα αγαπημένα μου γλυκά
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αμυγδαλωτό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
αμυγδαλωτό
- αιτιατική ενικού του αμυγδαλωτός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αμυγδαλωτός