↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμυγδαλωτός η αμυγδαλωτή το αμυγδαλωτό
      γενική του αμυγδαλωτού της αμυγδαλωτής του αμυγδαλωτού
    αιτιατική τον αμυγδαλωτό την αμυγδαλωτή το αμυγδαλωτό
     κλητική αμυγδαλωτέ αμυγδαλωτή αμυγδαλωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμυγδαλωτοί οι αμυγδαλωτές τα αμυγδαλωτά
      γενική των αμυγδαλωτών των αμυγδαλωτών των αμυγδαλωτών
    αιτιατική τους αμυγδαλωτούς τις αμυγδαλωτές τα αμυγδαλωτά
     κλητική αμυγδαλωτοί αμυγδαλωτές αμυγδαλωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αμυγδαλωτός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

αμυγδαλωτός

  1. που έχει το σχήμα αμυγδάλου, ελλειψοειδής αλλά στρογγυλός στο ένα άκρο και μυτερός στο άλλο
  2. που περιέχει αμύγδαλα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία