Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγαρικό τα αγαρικά
      γενική του αγαρικού των αγαρικών
    αιτιατική το αγαρικό τα αγαρικά
     κλητική αγαρικό αγαρικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγαρικό < ἀγαρικόν στην καθαρεύουσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγαρικό ουδέτερο και ίσκα

  1. (βιολογία): μύκητας της οικογένειας των Αγαριδοειδών που περιλαμβάνει το κοινό μανιτάρι.
  2. (παρωχημένο) φιτίλι για πυροβόλο όπλο και για τον παλιό αναπτήρα, το τσακμάκι

  Μεταφράσεις επεξεργασία