αγαρικό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αγαρικό | τα | αγαρικά |
γενική | του | αγαρικού | των | αγαρικών |
αιτιατική | το | αγαρικό | τα | αγαρικά |
κλητική | αγαρικό | αγαρικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγαρικό < ἀγαρικόν στην καθαρεύουσα
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγαρικό ουδέτερο και ίσκα
- (βιολογία): μύκητας της οικογένειας των Αγαριδοειδών που περιλαμβάνει το κοινό μανιτάρι.
- (παρωχημένο) φιτίλι για πυροβόλο όπλο και για τον παλιό αναπτήρα, το τσακμάκι
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγαρικό
|