αγαρικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αγαρικό | τα | αγαρικά |
γενική | του | αγαρικού | των | αγαρικών |
αιτιατική | το | αγαρικό | τα | αγαρικά |
κλητική | αγαρικό | αγαρικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αγαρικό < μεσαιωνική ελληνική ἀγαρικόν
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ɣa.ɾiˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γα‐ρι‐κό
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγαρικό ουδέτερο
- (βιολογία) μύκητας της οικογένειας των Αγαριδοειδών που περιλαμβάνει το κοινό μανιτάρι
- ※ Το καλοδιατηρημένο μανιτάρι βρέθηκε μέσα σε ασβεστολιθικό πέτρωμα, ενώ έως τώρα όλα τα απολιθωμένα μανιτάρια είχαν ανακαλυφθεί μέσα σε ήλεκτρο (κεχριμπάρι). Το πανάρχαιο βραζιλιάνικο μανιτάρι, που είχε ύψος περίπου πέντε εκατοστών και μοιάζει πολύ με τα σημερινά, πήρε το επιστημονικό όνομα Gondwanagaricites magnificus από το συνδυασμό των λέξεων ‘Γκοντβάνα’ και ‘αγαρικό’ (ελληνική λέξη για τα μανιτάρια).
- Βρέθηκε μανιτάρι από την εποχή των… δεινοσαύρων, Το Βήμα, 8 Ιουνίου 2017
- ※ Το καλοδιατηρημένο μανιτάρι βρέθηκε μέσα σε ασβεστολιθικό πέτρωμα, ενώ έως τώρα όλα τα απολιθωμένα μανιτάρια είχαν ανακαλυφθεί μέσα σε ήλεκτρο (κεχριμπάρι). Το πανάρχαιο βραζιλιάνικο μανιτάρι, που είχε ύψος περίπου πέντε εκατοστών και μοιάζει πολύ με τα σημερινά, πήρε το επιστημονικό όνομα Gondwanagaricites magnificus από το συνδυασμό των λέξεων ‘Γκοντβάνα’ και ‘αγαρικό’ (ελληνική λέξη για τα μανιτάρια).
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγαρικό
Πηγές
επεξεργασία- αγαρικό - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αγαρικό - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)