Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βλεννολυτικό τα βλεννολυτικά
      γενική του βλεννολυτικού των βλεννολυτικών
    αιτιατική το βλεννολυτικό τα βλεννολυτικά
     κλητική βλεννολυτικό βλεννολυτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βλεννολυτικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου βλεννολυτικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βλεννολυτικό ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

βλεννολυτικό