βλεννολυτικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βλεννολυτικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου βλεννολυτικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβλεννολυτικό ουδέτερο
- (ιατρική, φαρμακευτική) ονομασία κατηγορίας φαρμάκου που προκαλεί λύση της βλέννας και βοηθάει στην απόχρεμψη των βρογχικών εκκρίσεων
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαβλεννολυτικό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του βλεννολυτικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του βλεννολυτικός