βλεννολυτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βλεννολυτικός < βλεννόλυση < βλέννα + λύω
Επίθετο επεξεργασία
βλεννολυτικός
- που προκαλεί λύση της βλέννας, διαλύει τη βλέννα, βοηθά στην απόχρεμψη μειώνοντας το ιξώδες των βρογχικών εκκρίσεων
- βλεννολυτική θεραπεία / βλεννολυτικός παράγοντας
- → δείτε τη λέξη βλεννολυτικά