Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αντικολλητό
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αντικολλητ
ό
τα
αντικολλητ
ά
γενική
του
αντικολλητ
ού
των
αντικολλητ
ών
αιτιατική
το
αντικολλητ
ό
τα
αντικολλητ
ά
κλητική
αντικολλητ
ό
αντικολλητ
ά
Κατηγορία
όπως «
βουνό
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αντικολλητό
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αντικολλητό
ουδέτερο
κοντραπλακέ