αντιυπερτασικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιυπερτασικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντιυπερτασικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντιυπερτασικό ουδέτερο
- (ιατρική, φαρμακευτική) ονομασία κατηγορίας φαρμάκου που δρα μειώνοντας την υπέρταση
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιυπερτασικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααντιυπερτασικό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του αντιυπερτασικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αντιυπερτασικός