εξάρτυση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξάρτυση | οι | εξαρτύσεις |
γενική | της | εξάρτυσης* | των | εξαρτύσεων |
αιτιατική | την | εξάρτυση | τις | εξαρτύσεις |
κλητική | εξάρτυση | εξαρτύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξαρτύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεξάρτυση θηλυκό
- τα ατομικά είδη του στρατιώτη εκτός από τον οπλισμό, εφόδια στρατιώτη, βοηθητικός-τεχνικός εξοπλισμός και στολή
- οι στρατιώτες παρήλασαν με πλήρη πολεμική εξάρτυση