moreover
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαmoreover (en) (χωρίς παραθετικά)
- (επίσημο) επίσης
- ⮡ You will need money; moreover, you will also need a passport.
- Θα χρειαστείς χρήματα, επίσης θα χρειαστείς και διαβατήριο.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη additionally
- ⮡ You will need money; moreover, you will also need a passport.