έξτρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- έξτρα < εξτρά κατά τον λατινικό τονισμό < (λόγιο δάνειο) γαλλική extra < λατινική extra[1] < extera < exter
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈeks.tɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έξ‐τρα
- τονικό παρώνυμο: εξτρά
Επίθετο
επεξεργασίαέξτρα άκλιτο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαέξτρα ουδέτερο άκλιτο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη εξτρά
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ έξτρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας