εξτρά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξτρά < (λόγιο δάνειο) γαλλική extra. Συγκρίνετε με το έξτρα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eksˈtɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εξ‐τρά
Επίθετο
επεξεργασίαεξτρά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεξτρά ουδέτερο άκλιτο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εξτρά
|