Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανθυποτάξη οι ανθυποτάξεις
      γενική της ανθυποτάξης* των ανθυποτάξεων
    αιτιατική την ανθυποτάξη τις ανθυποτάξεις
     κλητική ανθυποτάξη ανθυποτάξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανθυποτάξεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανθυποτάξη < (αντί) ανθ- + υποτάξη < υπο- + τάξη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανθυποτάξη θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία