μικροτάξη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μικροτάξη | οι | μικροτάξεις |
γενική | της | μικροτάξης* | των | μικροτάξεων |
αιτιατική | τη | μικροτάξη | τις | μικροτάξεις |
κλητική | μικροτάξη | μικροτάξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μικροτάξεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μικροτάξη < μικρο- + τάξη (μεταφραστικό δάνειο) νεολατινική parvordo • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμικροτάξη θηλυκό
- (ταξινομία) η μικρότερη υποδιαίρεση της ταξινομικής βαθμίδας της τάξης
- άλλες μορφές: μικρόταξη (με αναβιβασμό τόνου)