Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερτάξη οι υπερτάξεις
      γενική της υπερτάξης των υπερτάξεων
    αιτιατική την υπερτάξη τις υπερτάξεις
     κλητική υπερτάξη υπερτάξεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερτάξη < μεταφραστικό δάνειο από τη νεολατινική superordo, υπερ- + τάξη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπερτάξη θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Ταξινομικές βαθμίδες: (Κατηγορία:Ταξινομικοί όροι στο Βικιλεξικό)

    επικράτεια (regio) ή υπερβασίλειο >>
>> βασίλειο (regnum) >> υποβασίλειο, ανθυποβασίλειο >>
>> υπερσυνομοταξία >> συνομοταξία (phylum) >> υποσυνομοταξία >> ανθυποσυνομοταξία >> μικροσυνομοταξία >>
>> υπερομοταξία >> ομοταξία (classis) >> υφομοταξία >> ανθυφομοταξία >> μικρομοταξία >>
>> λεγεώνα >> κοόρτης >>
>> μεγατάξη/μεγάταξη >> υπερτάξη/υπέρταξη >> τάξη (ordo) >> υποτάξη/υπόταξη >> ανθυποτάξη/ανθυπόταξη >> μικροτάξη/μικρόταξη >>
>> τμήμα (sectio) μόνο ζωολογία >>
>> υπεροικογένεια >> οικογένεια (familia) >> υποοικογένεια >>
>> φύλο (tribus: φυλή) >> υποφύλο >>
>> γένος (genus) >> υπογένος >>
>> τμήμα (sectio) μόνο βοτανική >>
>> υπερείδος >> είδος (species) >> υποείδος >> ανθυποείδος

  Μεταφράσεις επεξεργασία