Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φτέρη οι φτέρες
      γενική της φτέρης των φτερών
    αιτιατική τη φτέρη τις φτέρες
     κλητική φτέρη φτέρες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φτέρη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πτέρις[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈfte.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φτέ‐ρη
 
Άγρια φτέρη.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φτέρη θηλυκό

  • (φυτό) καλλωπιστικό και διακοσμητικό φυτό με χαρακτηριστικά σύνθετα φύλλα, της κλάσης των Πτεριδικών.
    H Μαρκέλλα έχει στον κήπο της εντυπωσιακές φτέρες.

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία

  • φτερών: η γενική πληθυντικού ίδια με του φτερού

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία