πτέρις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πτέρις < πτερόν < πέτομαι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτέρις θηλυκό τῆς πτέριδος και ἡ πτερίς τῆς πτερίδος
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- πτέρις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.