→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀδίαντος τὸ ἀδίαντον
      γενική τοῦ/τῆς ἀδιάντου τοῦ ἀδιάντου
      δοτική τῷ/τῇ ἀδιάντ τῷ ἀδιάντ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀδίαντον τὸ ἀδίαντον
     κλητική ! ἀδίαντε ἀδίαντον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀδίαντοι τὰ ἀδίαντ
      γενική τῶν ἀδιάντων τῶν ἀδιάντων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀδιάντοις τοῖς ἀδιάντοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀδιάντους τὰ ἀδίαντ
     κλητική ! ἀδίαντοι ἀδίαντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀδιάντω τὼ ἀδιάντω
      γεν-δοτ τοῖν ἀδιάντοιν τοῖν ἀδιάντοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀδίαντος < ἀ- (στερητικό) + διαίνω (βρέχω, υγραίνω)

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀδίαντος, -ος, -ον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀδίαντος αρσενικό