ἀδίαντος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἀδίαντος, -ος, -ον
- αυτός που δεν έχει βραχεί, άβρεχος, στεγνός, αυτός που δεν έχει λουστεί από τον ιδρώτα
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Νεμεονίκαις, 7. Σωγένει Αἰγινήτῃ παιδὶ πεντάθλῳ, 74 (7.73-7.74)
- ὃς ἐξέπεμψεν παλαισμάτων | αὐχένα καὶ σθένος ἀδίαντον, αἴθωνι πρὶν ἁλίῳ γυῖον ἐμπεσεῖν.
- ω εσύ, που απ᾽ τα παλαίματ᾽ | ανίδρωτο απάλλαξες το στιβαρό σου τον τράχηλο, πριν του ήλιου πέσει το κάμα στα μέλη σου·
- Μετάφραση (1937): Ιωάννης Γρυπάρης, @greek‑language.gr
- ὃς ἐξέπεμψεν παλαισμάτων | αὐχένα καὶ σθένος ἀδίαντον, αἴθωνι πρὶν ἁλίῳ γυῖον ἐμπεσεῖν.
- ※ 6ος/5ος πκε, Σιμωνίδης ο Κείος, Εγκώμια Σιμωνίδη, απόσπ. 13: Δανάη, στίχοι 5-7
- οὐκ ἀδιάντοισι παρειαῖς | ἀμφί τε Περσέι βάλλε φίλαν χέρα | εἶπέν τ᾽·
- Με υγρά απ᾽ τα δάκρυα μάγουλα | το χέρι της έβαλε γύρω από τον Περσέα και του ᾽πε:
- Μετάφραση: Ι.Θ. Κακριδής @greek-language.gr
- με μάγουλα η Δανάη υγρά και φόβο στην ψυχή | το βρέφος έσφιγγε και του 'πε:
- Μετάφραση: Σίμος Μενάρδος @greek-language.gr
- οὐκ ἀδιάντοισι παρειαῖς | ἀμφί τε Περσέι βάλλε φίλαν χέρα | εἶπέν τ᾽·
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Νεμεονίκαις, 7. Σωγένει Αἰγινήτῃ παιδὶ πεντάθλῳ, 74 (7.73-7.74)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀδίαντος αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- ἀδίαντος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀδίαντος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.