ἀδίαντον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἀδίαντον | τὰ | ἀδίαντᾰ |
γενική | τοῦ | ἀδιάντου | τῶν | ἀδιάντων |
δοτική | τῷ | ἀδιάντῳ | τοῖς | ἀδιάντοις |
αιτιατική | τὸ | ἀδίαντον | τὰ | ἀδίαντᾰ |
κλητική ὦ! | ἀδίαντον | ἀδίαντᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀδιάντω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀδιάντοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἀδίαντον ουδέτερο
Πηγές
επεξεργασία- ἀδίαντος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀδίαντον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.